- ἐπίκλειθρον
- ἐπίκλειθρον, τό,A = ἐπίκλιντρον Il, dub. in Gal.UP11.13 (vv.II. ἐπικαίρων, ἐπικλήρων, ἐπικλήθρων): fort. ἐπίκλιθρον, cf. ἀνάκλιθρον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπικλείθρων — ἐπίκλειθρον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)